- αρματώνομαι
- αρματώνομαι, αρματώθηκα, αρματωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
οπλενδυτώ — ὁπλενδυτῶ, έω (Μ) φορώ τον οπλισμό μου, αρματώνομαι, οπλοφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ενδυτῶ (< ένδυτος < ἐνδύω)] … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek
εξοπλίζω — εξόπλισα, εξοπλίστηκα, εξοπλισμένος, μτβ. 1. οπλίζω κάποιον εντελώς, τον εφοδιάζω με όπλα, αρματώνω. 2. εφοδιάζω πλοίο με όλα τα απαραίτητα για ταξίδι ή για πόλεμο, το αρματώνω. 3. εφοδιάζω με τα αναγκαία: Εξοπλίστηκε το γραφείο επιτέλους. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)